-
1 ἀλέξιον
ἀλέξιον, τό,A = ἀλεξητήριον, Nic.Th. 702 (v.l. ἀλέξιμον, cf. Phot.), 805, Al.4. [full] ἀλεξίπονος, ον, warding off pain, S.(?)Eleg.7, Carm.Pop.47.10;σοφία Maced.Pae. 10
. [full] ἄλεξις, εως, ἡ, help, EM59.23.IIΚῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν Aristid.1.34J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέξιον
См. также в других словарях:
άλεξις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του μάντη Αμφιάραου. Απόγονοί της ήταν οι δαίμονες του Άργους Ελάσιοι, που θεράπευαν την επιληψία. * * * ἄλεξις, η (Α) [ἀλέξω] 1. επικουρία, βοήθεια 2. ως επίθετο τού Ηρακλή («Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν», Αριστείδ … Dictionary of Greek